- φόρτῳ
- φόρτοςloadmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορτώ — όω, ΜΑ βλ. φορτώνω … Dictionary of Greek
φορτῶ — φορτόω load pres subj act 1st sg φορτόω load pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτώνω — φορτῶ, όω, ΝΜΑ [φόρτος] τοποθετώ φορτίο πάνω σε κάτι, λ.χ. ζώο, μεταφορικό μέσο, έπιπλο (α. «φορτώνω τη βάρκα [το αυτοκίνητο, το μουλάρι, το τραπέζι]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ. γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον… … Dictionary of Greek
επιφορτώματα — ἐπιφορτώματα, τά (Μ) φορτώματα πέρα από το κανονικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φόρτωμα («φορτώ < φόρτος < φέρω)] … Dictionary of Greek
ευπίων — εὐπίων, ὁ, ἡ (Α) 1. πολύ παχύς 2. φρ. «εὐπίονι φόρτῳ» με πλούσιο ή βαρύ φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πίων «παχύς»] … Dictionary of Greek
πρωτεύς — ο, ΝΜΑ, και πρωτέας Ν, και δωρ. τ. πρατεύς Α ως κύριο όν. Πρωτεύς μυθ. θαλάσσια θεότητα, γνωστή κυρίως από την Οδύσσεια με την ονομασία ἅλιος [θαλασσινός] γέρων, ο οποίος σχετίζεται με άλλες δύο θαλάσσιες θεότητες, τον Φόρτω και τον Νηρέα και,… … Dictionary of Greek